ρόιδο

ρόιδο
το, Ν
βοτ. βλ. ρόδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρόδι — το / ῥοΐδιον, ΝΜΑ, και ρόιδι και ρόιδο και ρούδι Ν, και ῥοΐδιν Μ ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς νεοελλ. φρ. «τά κανα ρόιδο» τά έκανα μούσκεμα, απέτυχα οικτρά, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλων ίδιον). Ο νεοελλ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ρόδι — ρόδι, το και ρόιδι, το και ρόιδο, το 1. ο καρπός της ροδιάς. 2. φρ., «Τα κανες ρόιδο», τα θαλάσσωσες, απότυχες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… …   Wikipedia

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”